νειδίζω

νειδίζω
και νείζω
προσβάλλω την τιμή κάποιου, ονειδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο-. Ο τ. νείζω < νείδι (πρβλ. πριονίζω: πριονίδι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νείζω — βλ. νειδίζω …   Dictionary of Greek

  • νεκροστόλια — τα τα στολίδια τού νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το νεκροστολίζω (πρβλ. νείδι < νειδίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ξεκλήρι — το 1. ακληρία 2. ξεκλήρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από ξεκληρίζω (πρβλ. νειδίζω: νείδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”